ὑπέρνοος

ὑπέρνοος
ὑπέρνο-ος, ον, [var] contr. [suff] ὑπερνό-νους, ουν,
A superintellectual,

θεός Procl.Inst.115

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπέρνους — ουν, και ασυναίρ. τ. ὑπέρνοος, οον, ΜΑ αυτός που υπερβαίνει τα όρια τής ανθρώπινης νόησης, ασύλληπτος με τον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + νους / νοος (< νόος / νοῦς), πρβλ. σύν νους / νοος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”